Το πρόβλημα
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση λοιπόν, το σύστημα μας δίνει τις εξής επιλογές: α) να θέτουμε υποψηφιότητα, β) να ψηφίζουμε έναν από τους υποψήφιους συνδυασμούς, ή γ) να απέχουμε από τις εκλογές. Όταν θέτω υποψηφιότητα διεκδικώ για τον εαυτό μου την πολιτική δύναμη που δίνουν τα δημοτικά αξιώματα, όταν ψηφίζω χαρίζω την πολιτική μου δύναμη στους υποψήφιους δημοτικούς άρχοντες και μετά τις εκλογές ξαναγίνομαι πολιτικά υποτελής σε αυτούς, ενώ όταν απέχω αχρηστεύω μεν την δύναμή μου να επιλέξω μία υποψήφια παράταξη, ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι και χωρίς την δική μου ψήφο την επομένη των εκλογών πάλι υποτελής θα είμαι σε μία δημοτική αρχή. Συνεπώς η ερμηνεία των τριών επιλογών είναι ότι α) είτε διεκδικώ την πολιτική δύναμη να γίνω ο ίδιος δημοτικός άρχοντας και να εξουσιάσω, β) είτε χαρίζω την πολιτική μου δύναμη σε κάποιον άλλον να με εξουσιάσει, γ) είτε πετάω την πολιτική μου δύναμη στα σκουπίδια κι αφήνω να με εξουσιάσει όποιος επιλεγεί. Όπως βλέπουμε μόνο η πρώτη επιλογή μπορεί να αυξήσει ή και να μεγιστοποιήσει την μικρή πολιτική μου δύναμη, ενώ οι άλλες δύο επιλογές με επαναφέρουν μετά τις εκλογές στην κατάσταση του δημότη που είναι πολιτικώς υποτελής στην δημοτική του αρχή, είτε ψήφισε είτε απείχε. Άρα τελικά οι πραγματικές επιλογές που έχουμε μπροστά μας είναι μόνο δύο: είτε να διεκδικήσουμε για λογαριασμό μας την εξουσία μέσα από τον ρόλο του δημοτικού άρχοντα της τοπικής κοινωνίας, είτε να παραδώσουμε (άμεσα με την ψήφο μας ή έμμεσα με την αποχή μας) την εξουσία σε κάποιον από τους υποψήφιους Δημάρχους που διεκδικούν τα δημοτικά αξιώματα. Άλλη επιλογή δεν φαίνεται να υπάρχει.
Τι μπορεί να κάνει όμως ένας δημότης που δεν θέλει να είναι ούτε ο δημοτικός άρχοντας που εξουσιάζει τις ζωές των συνδημοτών του ούτε ο δημότης υποτελής που εξουσιάζεται από την δημοτική του αρχή; Θα μπορούσαμε άραγε εμείς οι δημότες, να δημιουργήσουμε έναν τρίτο πόλο πραγματικής συμμετοχής, χωρίς ούτε να γίνουμε ανεξέλεγκτοι άρχοντες που εξουσιάζουν τον τόπο τους, αλλά ούτε και να παραμείνουμε παθητικοί δημότες που εξουσιάζονται από αυτούς; Μπορούμε τελικά να υπερκεράσουμε το έλλειμμα δημοκρατίας που επιβάλλει το σύστημα της αυτοδιοίκησης και να αποτελέσουμε δημιουργική δύναμη για τον τόπο μας;
Η λύση – Από την πολιτική υποτέλεια στην αντιπροσώπευση
Ενώ το θέατρο του παραλόγου με το εκλογικό σκηνικό καλά κρατεί σε κάθε προεκλογική περίοδο με τις προσβολές, τις αλληλοκατηγορίες και τις συγκρούσεις μεταξύ παρατάξεων και υποψηφίων να μαίνονται, η κοινωνία παρακολουθεί ανήμπορη να αντιδράσει. Και καθώς προβληματιζόμαστε με όλα αυτά που εκτυλίσσονται γύρω μας, αγνοούμε ότι ψηφίζοντας κατά μονάδες δεν έχουμε καμμία απολύτως πολιτική δύναμη πέρα από το να επιλέγουμε την παράταξη της προτίμησής μας για να διοικήσει. Πέραν τούτου ουδέν δικαίωμα μας αναγνωρίζεται και καμμία πολιτική δυνατότητα δεν μας επιτρέπεται. Η ψήφος κατά μονάδα σε καθιστά πολιτικά ανήμπορο, πλήρως παραδομένο στις διαθέσεις αυτών που θα σε διοικήσουν την επομένη των εκλογών. Όσο ψηφίζουμε ο καθένας μόνος του οι υποψήφιοι μας χειραγωγούν, μας εξαπατούν και γελούν πίσω από την πλάτη μας, διότι ξέρουν πολύ καλά ότι τους έχουμε παραδώσει λευκή επιταγή να διοικήσουν όπως θέλουν, χωρίς καμμία απολύτως δυνατότητα παρεμβολής των εκλογέων στο «έργο» τους. Άλλωστε, είναι πολύ λίγοι αυτοί οι δημότες που όταν οι υποψήφιοι ζητιανεύουν την ψήφο τους, τούς απαντούν ζητώντας πολιτικές για το καλό όλων των δημοτών και των κατοίκων κι όχι μόνο το δικό τους. Αλλά ακόμη κι έτσι, οι υποψήφιοι δεν το έχουν σε τίποτα να υποσχεθούν και να τάξουν τα πάντα αφού είναι δωρεάν και δεν τους κοστίζει τίποτα. Αυτό το σκηνικό πρέπει οι δημότες να το αλλάξουμε άμεσα. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο ώστε η ψήφος μας να μετατραπεί σε δύναμη για το κοινό καλό της κοινωνίας μας και του τόπου μας.
Ο μόνος υπαρκτός τρόπος να γίνει αυτό, είναι να υπερβούμε τα αυστηρά θεσμικά πλαίσια μέσα στα οποία το σύστημα μας επιτρέπει να κινούμαστε και να μετατραπούμε από υποτελείς σε εντολείς του δημοτικού συστήματος διοίκησης: να δώσουμε ΕΜΕΙΣ ως δημότες που ενδιαφερόμαστε για το καλό του δήμου μας την εντολή στους αυριανούς δημοτικούς άρχοντες να μας διοικήσουν κάνοντας συγκεκριμένα πράγματα, παίρνοντας συγκεκριμένες αποφάσεις, κάνοντας συγκεκριμένες αλλαγές που θα ωφελήσουν όλους μας κι όχι μόνο έναν ή λίγους. Για να το πω πιο κατανοητά, αντί να πουλάμε την ψήφο μας για το ρουσφέτι και το προσωπικό μας συμφέρον να διεκδικήσουμε ρουσφέτι από τους υποψηφίους για το καλό όλων μας και βεβαίως του τόπου. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν συνεργαστούμε μεταξύ μας ώστε την εκλογική μας στήριξη να την δώσουμε όλοι μαζί σε εκείνον που θα αποδεχτεί την βούλησή μας ως εντολή σύμφωνα με την οποία θα διοικήσει αν εκλεγεί. Με αυτόν τον τρόπο ίσως έχουμε την μοναδική δυνατότητα να υπερβούμε τις παθογένειες του συστήματος προς όφελος του κοινού συμφέροντος, το οποίο θα αναγκάσουμε εμείς να λειτουργήσει για πρώτη φορά πραγματικά αντιπροσωπευτικά κι όχι κατ’ επίφαση. Με άλλα λόγια καλούμαστε να γίνουμε, για όσους πιάνουν την ορολογία, εντολοδότες του συστήματος και της εξουσίας και να περάσουμε έτσι από την πολιτική υποτέλεια στην αντιπροσώπευση της συλλογικής μας βούλησης. Κάτι τέτοιο για να συμβεί στην πράξη συνεπάγεται την δημιουργία ομάδας ή ομάδων εκλογέων οι οποίοι καταρτούν την εντολή τους προς τους υποψηφίους και τους δεσμεύουν να την υλοποιήσουν σε περίπτωση που εκλεγούν. Να πιάσουμε δηλαδή τους υποψήφιους δημάρχους και να τους πούμε, αν θέλουν την ψήφο μας θα πρέπει να κάνουνε αυτά κι αυτά για την κοινωνία μας και τον τόπο μας. Συνεπώς, ανακεφαλαιώνοντας, η πρόταση αυτή περιέχει τρία στοιχεία τα οποία πρέπει να εξετάσουμε: α) την ομαδοποίηση των εκλογέων, δηλαδή πολλοί ψηφοφόροι μαζί αντί ο καθένας μόνος του, β) την συνεννόηση για την κατάρτιση «εντολής» η οποία μπορεί να περιέχει τόσα σημεία όσο εκτιμάται ότι είναι και η δύναμη της ομάδας, γ) την δέσμευση κατά κάποιον τρόπο του υποψηφίου δημάρχου ότι θα εκτελέσει την εντολή που του δώσαμε.
Το πρώτο βήμα είναι το πιο βασικό από όλα. Όπως τα διάφορα προσωπικά συμφέροντα βλέπουμε ότι ομαδοποιούνται γύρω από έναν υποψήφιο δήμαρχο για να προωθήσουν τις ιδιωτικές επιδιώξεις τους, έτσι κι εμείς αντίστοιχα μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τις κοινές μας επιδιώξεις για το καλό του τόπου μας και να διαπραγματευτούμε την υλοποίησή τους με τον υποψήφιο δήμαρχο. Ο καθένας μόνος του δεν έχει μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ ώστε με την μία ψήφο του να «δέσει» τον δήμαρχο, μία ομάδα εκλογέων όμως με έναν διψήφιο, τριψήφιο ή τετραψήφιο αριθμό ψήφων αποκτά και πολιτική δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο βήμα το οποίο μας καλεί να μετασχηματίσουμε τις κοινές μας επιδιώξεις για το καλό όλων μας σε συγκεκριμένες προτάσεις εντολιακού χαρακτήρα. Το ποιες και πόσες θα είναι αυτές οι προτάσεις-εντολές προς τις παρατάξεις εξαρτάται άμεσα από το προηγούμενο βήμα και το πόσο μεγάλη και ισχυρή είναι η ομάδα των εκλογέων. Ωστόσο υπάρχουν μερικές παράμετροι που θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη όπως π.χ. η τοποθέτηση συγκεκριμένων χρονικών ορίων για την εκτέλεση κάθε εντολής, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί καλύτερα από τους δημότες η τήρηση όσων συμφωνήθηκαν αλλά και για να μην χρησιμοποιηθούν ως ψηφοθηρικό τέχνασμα στις παραμονές των επόμενων εκλογών. Πώς όμως μπορεί η «εντολή» που θα καταρτίσει η ομάδα των εκλογέων να «δέσει» τον αυριανό Δήμαρχο ώστε να μην ξεγελάσει ακόμη μία φορά τους ψηφοφόρους του; Το τρίτο βήμα είναι κι αυτό εξίσου κρίσιμο και ίσως το πιο δύσκολο από όλα διότι το σύστημα, παραμένοντας σταθερά δεσποτικό, έχει διατηρηθεί «καθαρό» τόσο από την δημοκρατική όσο κι από την αντιπροσωπευτική αρχή, γεγονός που σημαίνει ότι οι υποψήφιοι έχουν το ελεύθερο να τάζουν και να υπόσχονται τον ουρανό με τα άστρα στους ψηφοφόρους και να μην υλοποιούν τίποτα αν δεν το θέλουν, χωρίς η απάτη αυτή να επιφέρει κυρώσεις για τους ίδιους. Με λίγα λόγια μπορούν να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να δεσμεύονται από τίποτα, γεγονός που οδηγεί ευκολότερα στις ατασθαλίες που βλέπουμε όλοι και στην κακοδιοίκηση που επηρεάζει άμεσα τις ζωές των δημοτών. Αυτό το ζήτημα είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για να μπορεί να εγγυηθεί κανείς την αποτελεσματικότητα αυτής της πρότασης. Αν ωστόσο δεν δοκιμάσουμε οτιδήποτε περνάει από το χέρι μας, δεν θα το μάθουμε ποτέ και για αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα νόμιμα μέσα που διαθέτουμε για να δεσμεύσουμε τον Δήμαρχο να εκτελέσει την εντολή που θα λάβει εφόσον επιθυμεί την εκλογική μας στήριξη. Το περιεχόμενο που μπορεί να έχει μία πιθανή δέσμευση υποψηφίου Δημάρχου απαιτεί ειδική ανάλυση και πάσα επιφύλαξη λόγω του ότι αυτή η δικλείδα ασφαλείας δεν υφίσταται θεσμικά, συνεπώς θα πρέπει να την επινοήσουμε.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε συμπληρώσει τα πρώτα δύο βήματα κι έχουμε μία ομάδα δημοτών που είναι αποφασισμένοι να πουλήσουν πολύ ακριβά την ψήφο τους και να μην χαριστούν σε κανέναν υποψήφιο. Έστω επίσης ότι οι εκλογείς αυτής της ομάδας έχουν συμφωνήσει σε μία σειρά από ενέργειες κι αποφάσεις τις οποίες δίνουν την εντολή στον υποψήφιο Δήμαρχο να εκτελέσει. Πώς θα εμποδίσουν τον υποψήφιο, εφόσον αυτός εκλεγεί Δήμαρχος, να εκμεταλλευτεί την στήριξη που έλαβε και να παραβεί την εντολή των δημοτών;
Αρχικά ο υποψήφιος δήμαρχος θα κληθεί να διαβάσει και να μελετήσει το περιεχόμενο της εντολής κι εφόσον συμφωνεί θα βάλει την σφραγίδα του συνδυασμού του και θα το υπογράψει. Στην συνέχεια θα συμπληρώσει μία υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986 στην οποία θα δηλώνει ότι διάβασε και αποδέχεται την εντολή των δημοτών προκειμένου να λάβει την εκλογική τους στήριξη κι ότι σε ενδεχόμενη αδυναμία του να υλοποιήσει όσα συμφώνησε θα παραιτηθεί από το αξίωμα του Δημάρχου και δεν θα ασχοληθεί ποτέ ξανά με τα κοινά του Δήμου του. Σε αντίθετη περίπτωση, οι δημότες οφείλουν να τον διασύρουν ολοκληρωτικά ενώπιον της κοινής γνώμης για την αθέτηση των υποσχέσεών του, αποδομώντας σε απόλυτο βαθμό την υποψηφιότητά του. Τέλος, ως ύστατη δικλείδα ασφαλείας, ο υποψήφιος δήμαρχος θα ορκιστεί δημόσια ενώπιον μαρτύρων σε ότι έχει ιερό και όσιο (ακόμα και στην ζωή του και την ζωή των οικείων του) ότι θα ακολουθήσει κατά γράμμα όσα δήλωσε γραπτώς στην υπεύθυνη δήλωση. Τα παραπάνω μπορούν να ενισχυθούν περαιτέρω με την συμπερίληψη ενός όρου που να αφορά την απώλεια της προσωπικής περιουσίας του υποψηφίου Δημάρχου την οποία θα δωρίσει ο ίδιος στον Δήμο του για κοινωφελή έργα στο όνομα των δημοτών, ως εθελούσια αντίποινα σε περίπτωση εξαπάτησης των εκλογέων.
Αυτές οι ιδέες που αναφέραμε εδώ εκφράζουν την ανάγκη να στηθούν όσον το δυνατόν ισχυρότερα εμπόδια στον πονηρά σκεπτόμενο Δήμαρχο που θα θελήσει να αθετήσει τους όρκους και τις δεσμεύσεις του απέναντι στους δημότες για χάρη της εξουσίας. Πηγάζουν δε, από όσα μας διδάσκουν οι αρχαίοι Αθηναίοι οι οποίοι ήταν πάντοτε καχύποπτοι απέναντι στους άρχοντές τους και έπαιρναν όλες τις δυνατές προφυλάξεις, με τα πολιτικά δικαιώματα και την ιδιωτική περιουσία να είναι πάντοτε τα πρώτα που ρίσκαραν να χάσουν όσοι δεν διοικούσαν σύμφωνα με το συμφέρον της πόλεως.
Συνεπώς για να εφαρμοστεί στην πράξη η ιδέα αυτή απαιτείται α) η ομάδα εκλογέων με τους κοινούς στόχους για το καλό της τοπικής κοινωνίας, β) η εντολή που θα κληθεί να εκτελέσει ο Δήμαρχος όταν αναλάβει καθήκοντα, και γ) η δέσμευσή του ότι θα το κάνει. Ας τολμήσουμε αυτό που δεν έχει τολμήσει κανείς στο παρελθόν, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που μας δίνει το ίδιο το σύστημα ενάντια σε όσους το στηρίζουν για να εξουσιάζουν τους πολίτες χωρίς ίχνος δημοκρατικότητας ή έστω αντιπροσώπευσης της βούλησής τους.
Αναστάσιος Συριανός