Κατόπιν σχετικής ερώτησης για την πρακτική εφαρμογή του θεσμού της Υποχρεωτικής Λαϊκής Επικύρωσης, θα αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες πρώτες σκέψεις μου οι οποίες εκφράζονται για πρώτη φορά, με σκοπό να αποτυπωθεί και μία πρακτική διάσταση του θέματος. (Η Υποχρεωτική Λαϊκή Επικύρωση δεν περιέχεται με αυτό το όνομα και αυτήν την λειτουργία σε κανένα από τα βιβλία μου. Αν θέλεις να διαβάσεις περί τίνος πρόκειται, πάτησε εδώ.)
Η βασική μου θέση είναι ότι είμαστε πολιτικώς υποταγμένοι σε ένα τυραννικό σύστημα από το οποίο η μόνη μας διέξοδος είναι η ακύρωση του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδος κι η αντικατάστασή του με ένα νέο Σύνταγμα το οποίο θα εγκαθιδρύει ορθό δημοκρατικό πολίτευμα. Η ιδέα για την Υποχρεωτική Λαϊκή Επικύρωση τέθηκε ως εναλλακτική επιλογή για την εν μέρει διόρθωση της υφιστάμενης πολιτειακής ανωμαλίας σε περίπτωση που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Σύνταγμα από την αρχή με δημοκρατικό πολίτευμα και διατηρούμε το ισχύον ως έχει με κάποια προσθήκη. Σε αυτό το ισχύον Σύνταγμα, η Υ.Λ.Ε. εκφράζει την ανάγκη να προστεθεί ακόμα ένα «γρανάζι» στον μηχανισμό ψήφισης νόμων και λήψης αποφάσεων, με το οποίο η κοινωνία θα έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιος νόμος και ποια απόφαση γίνεται τελικώς αποδεκτή από το κράτος και ποια όχι (1).
Η θεσμική κατοχύρωση του θεσμού της Υποχρεωτικής Λαϊκής Επικύρωσης
Για να εφαρμοστεί ένας τέτοιος θεσμός, ενδεχομένως να αρκεί ένας νόμος από την Βουλή και τίποτε άλλο. Όμως αν θέλουμε να τον κατοχυρώσουμε πραγματικά και να εφαρμοστεί επιτυχημένα, μου φαίνεται ότι θα πρέπει κατ’ αρχήν το «γρανάζι» αυτό να έχει ανώτατη θεσμική ισχύ (Σύνταγμα), ώστε το ίδιο το κράτος να κινεί υποχρεωτικά τις διαδικασίες για την εφαρμογή του, ακριβώς όπως τις κινεί για τις βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές. Όπως το κράτος δεν μπορεί να αποφύγει τις τελευταίες, να μην μπορεί να αποφύγει ούτε την λειτουργία των μηχανισμών που ορίζουν την εφαρμογή του θεσμού της Υποχρεωτικής Λαϊκής Επικύρωσης. Αυτό μου φαίνεται αναγκαίο για να μην επαφίεται στην θέληση της εκάστοτε κυβέρνησης, Βουλής κτλ. η λειτουργία αυτού του θεσμού και για να εμποδίζονται παράλληλα όσοι επιθυμούν τον αποκλεισμό της κοινωνίας από τα κοινά (2).
Αν κάτι τέτοιο είναι σωστό, τότε για να λειτουργήσει θεσμικά μία τέτοια ιδέα χρειάζεται να επινοηθούν και να συσταθούν τα αντίστοιχα πολιτειακά όργανα τα οποία θα θέτουν σε λειτουργία τον θεσμό και θα αποτελούν την διαρκή φωνή και την βούληση της κοινωνίας, ώστε μέσω αυτών η κοινωνία να παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Όταν όμως η ίδια η κοινωνία μετατρέπεται σε διαρκές πολιτειακό όργανο, τότε γίνεται «θεσμικός εταίρος» στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, εισάγεται δηλαδή στους μηχανισμούς που παράγουν νόμους και αποφάσεις για την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Αυτό αναγκαστικά αποκλείει την εφαρμογή της Υ.Λ.Ε. με την μορφή δημοψηφισμάτων αφού αυτά δεν θέλουν τον λαό διαρκές όργανο άσκησης πολιτικής εξουσίας αλλά στιγμιαίο κι αυτό κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και για συγκεκριμένα θέματα (3).
Έτσι λοιπόν, τα όσα είπαμε ως εδώ αποκλείουν την δημοψηφισματικού τύπου λειτουργία του θεσμού της Υ.Λ.Ε. και μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θεσμική κατοχύρωσή του απαιτεί από την κοινωνία να αναλάβει τον ρόλο πολιτειακού οργάνου. Πώς λοιπόν η κοινωνία ως πολιτειακό όργανο θα καλείται να επικυρώνει τις πολιτικές αποφάσεις των άλλων οργάνων της πολιτείας; ποια είναι τα θέματα που θα επικυρώνει; με ποιες διαδικασίες;
Η εφαρμογή της Υποχρεωτικής Λαϊκής Επικύρωσης
Ας τα πάρουμε λοιπόν με την σειρά. Εφόσον το ζητούμενο είναι να λειτουργήσει η κοινωνία ως διαρκές πολιτειακό όργανο, αυτό όπως είδαμε αναγκαστικά αποκλείει τα δημοψηφίσματα, ανεξαρτήτως του τρόπου διεξαγωγής τους (ψήφο, επιστολή, ηλεκτρονική ψήφο). Συνεπώς, η μοναδική επιλογή που απομένει είναι ο ελληνικός τρόπος της συνέλευσης, όπου ο λαός συνέρχεται, συζητά κι εν συνεχεία εγκρίνει ή απορρίπτει όσα έχουν προαποφασίσει η κυβέρνηση και η βουλή. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία ως «δήμος» αναλαμβάνει να αποφασίζει τελικώς αυτή για όλα τα καθορισμένα θέματα. Ποια είναι όμως αυτά τα θέματα; Αυτά, για να υπάρχει αντιστοιχία με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, θα πρέπει αναγκαστικά να είναι ή όλα, ή τα περισσότερα, ή έστω τα σημαντικότερα που αφορούν την κοινωνία.
α. Η κοινωνία επικυρώνει τα σημαντικότερα θέματα που την αφορούν
Αν υποθέσουμε ότι η κοινωνία επιλέγει να αποφασίζει δια του «δήμου» μόνο για τα σημαντικότερα θέματα που την αφορούν, τότε θα πρέπει να προσδιορίσουμε με ποια διαδικασία θα γίνεται αυτό. Ο μεγάλος αριθμός των πολιτών και η απόσταση που τους χωρίζει στα σημερινά κράτη είναι τα δύο βασικά εμπόδια, όχι μόνο για εμάς αλλά για όλους όσους έχουν ασχοληθεί με την αυτοπρόσωπη άσκηση της πολιτικής εξουσίας από τους πολίτες. Αυτά είναι τα βασικά μειονεκτήματα. Υπάρχουν όμως και κάποια πλεονεκτήματα που μας επιτρέπουν να προβούμε σε ελιγμούς και προσαρμογές ούτως ώστε να καταστεί εφικτή η εφαρμογή του εν λόγω θεσμού διαμέσου του «δήμου» για τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν την κοινωνία. Το πρώτο είναι ότι τα σημαντικότερα θέματα κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και τα λιγότερα – π.χ. εξωτερική πολιτική, διεθνείς συμφωνίες, εθνική κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα. Αν και εφόσον όμως είναι και τα λιγότερα, τότε λογικά θα είναι και λιγότερος ο όγκος των αποφάσεων και των νόμων που θα πρέπει να εγκρίνει ή να απορρίπτει ο «δήμος». Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι σε μία τέτοια περίπτωση, η συνέλευση του δήμου δεν θα λειτουργεί σε καθημερινή βάση αλλά η συχνότητα των συνεδριάσεων μπορεί να είναι σχετικά αραιή, π.χ. μία φορά τον μήνα κι αυτό εφόσον υπάρχουν σχετικές αποφάσεις που πρέπει να επικυρωθούν. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε κάτι τέτοιο θα άφηνε αρκετό περιθώριο στο να σχεδιαστεί μία αποτελεσματική διαδικασία πρακτικής εφαρμογής της Υ.Λ.Ε. μέσω του πολιτειακού οργάνου του δήμου. Δεδομένων των συνθηκών και τηρουμένων των αναλογιών που απαιτούν ο δήμος να συνέρχεται σε έναν χώρο, να συζητά και να αποφασίζει, εμείς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την κάτωθι διαδικασία ως παράδειγμα πρακτικής εφαρμογής:
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται κάθε μήνα, π.χ. τον Φεβρουάριο και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του «δήμου», επικυρώνονται από τον λαό την τελευταία Κυριακή του επομένου μηνός, δηλαδή του Μαρτίου. Αυτό συμβαίνει διότι, ως το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Μαρτίου συγκεντρώνονται κι ανακοινώνονται όλες οι αποφάσεις του Φεβρουαρίου για τις οποίες θα κληθούν οι πολίτες να δώσουν την έγκρισή τους. Ως το τέλος της δεύτερης εβδομάδας, οι πολίτες που το επιθυμούν καταθέτουν δήλωση συμμετοχής στην προσεχή συνέλευση του «δήμου», στα γραφεία του οικείου Δήμου τους. Με κάθε δήλωση συμμετοχής δίδεται κι ένα απόκομμα ως «εισιτήριο» το οποίο αποστέλλεται κι ηλεκτρονικά κι ο πολίτης οφείλει να το επιδεικνύει τόσο κατά την είσοδό του στον χώρο της συνέλευσης όσο και κατά την ψηφοφορία. Την τρίτη και την τέταρτη εβδομάδα, όσοι έχουν δηλώσει συμμετοχή στην συνέλευση του Μαρτίου καλούνται από τον Δήμο τους να λάβουν υποχρεωτικώς μέρος σε μία τουλάχιστον από τις πολιτικές διαβουλεύσεις (4) που θα πραγματοποιηθούν στην περιοχή τους, κατά τις οποίες ενημερώνονται και συζητούν τις αποφάσεις που θα κληθούν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν, ώστε με νηφαλιότητα και διάλογο να σχηματίσουν ορθή κρίση. Μέχρι τρεις ημέρες πριν την συνέλευση, οι συμμετέχοντες πολίτες μπορούν να καταθέτουν αίτηση για να μιλήσουν στην συνέλευση συμπληρώνοντας για ποια απόφαση θα ήθελαν να μιλήσουν κι αν θα μιλήσουν υπέρ ή κατά αυτής. Την ημέρα της συνέλευσης, αφού ολοκληρωθεί η είσοδος των συμμετεχόντων με την επίδειξη του «εισιτηρίου» τους, γίνονται οι κληρώσεις των ομιλητών για κάθε θέμα που θα τεθεί προς επικύρωση (3 ομιλητές υπέρ και 3 κατά κάθε απόφασης), ενώ μετά το πέρας των ομιλιών ξεκινάει η ψηφοφορία στα εκλογικά κέντρα που έχουν στηθεί ανά περιφέρεια ή ανά νομό. Έτσι κάθε πολίτης κατευθύνεται στο ανάλογο εκλογικό κέντρο. Εκεί, αφού με την επίδειξη του έντυπου ή ηλεκτρονικού «εισιτηρίου» του παραλαμβάνει το ή τα ψηδοδέλτια, στα οποία αναγράφονται όλες οι αποφάσεις που πρέπει να επικυρωθούν, καταθέτει την ψήφο του επιλέγοντας «ΝΑΙ» ή «ΌΧΙ» για κάθε ένα από τα προς κρίση θέματα.
Η διαδικασία που μόλις περιέγραψα, περικλείει τα τρία απαραίτητα χαρακτηριστικά μίας συνέλευσης: την συγκέντρωση των πολιτών σε έναν τόπο, την συζήτηση και την ψηφοφορία, με ορισμένες προσαρμογές που θεώρησα χρήσιμες για την ορθή λειτουργία του οργάνου. Η πρώτη και βασικότερη προσαρμογή είναι ότι έθεσα την κύρια διαβουλευτική διαδικασία να γίνεται ανά Δήμο, πριν την διεξαγωγή της συνέλευσης, ώστε οι πολίτες οι οποίοι θα ενσαρκώσουν το πολιτειακό όργανο που θα πάρει τις τελικές αποφάσεις, να είναι επαρκώς ενημερωμένοι και να έχουν σχηματίσει κατά το δυνατόν δίκαιη γνώμη για τα ζητήματα προτού κληθούν να αποφασίσουν για αυτά. Αυτό είναι νομίζω απαραίτητο διότι τα μεγάλα πλήθη δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων συγκεντρωμένων σε έναν τόπο, καθιστούν δύσκολη έως αδύνατη την διαβούλευση με τον τρόπο που τον νοούμε εδώ (βλέπε σημείωση 4) κατά την στιγμή που καλούνται να εγκρίνουν τις αποφάσεις των άλλων οργάνων. Σε αυτήν την περίπτωση ωστόσο απαιτείται να υπάρχει ταύτιση εκείνων που διαβουλεύονται με εκείνους που θα λάβουν μετέπειτα τις αποφάσεις, διαφορετικά ακυρώνεται η χρησιμότητα των διαβουλεύσεων. Η δεύτερη προσαρμογή συνεπώς, αποτελεί απόρροια της πρώτης, την οποία έρχεται να διασφαλίσει. Με την δήλωση συμμετοχής που προτείνω, αφ’ ενός μεν δεν αποκλείεται κανένας καθώς δεν υπάρχουν κριτήρια αποδοχής ή μη της δήλωσης (δεν είναι δηλαδή αίτηση), αφ’ ετέρου δε γνωστοποιείται εκ των προτέρων το πλήθος που θα συμμετάσχει στην λήψη των τελικών αποφάσεων ώστε βάσει αυτού του συγκεκριμένου πλήθους να γίνουν τα επόμενα βήματα μετατροπής του σε «δήμο» δια της ενημέρωσης, της διαβούλευσης και της τελικής συμμετοχής του στην συνέλευση. Όσοι δε, δεν δηλώνουν συμμετοχή, δεν αποκλείονται από κάποιον άλλον, αλλά έχουν οι ίδιοι αποκλείσει τους εαυτούς τους, είτε επειδή δεν τους ενδιαφέρουν τα θέματα είτε επειδή δεν τους συγκινεί η διαδικασία. Συνεπώς, για την ορθότερη λειτουργία του «δήμου» και την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του, είναι καλύτερο να γνωρίζουμε όσο πιο νωρίς γίνεται ποιο είναι το ενεργό πλήθος που προτίθεται να συμμετέχει κάθε φορά στην συνέλευση και να εργαζόμαστε με την αναβάθμιση της κρίσης αυτού του πλήθους, παρά να αφήνουμε τον χρόνο ανεκμετάλλευτο και το πλήθος «απαίδευτο» για να μην θεωρηθεί ότι αποκλείουμε αυτούς που ούτως ή άλλως δεν είχαν την πρόθεση να συμμετέχουν. Με αυτόν τον τρόπο μάλιστα, δεδομένου ότι το πολιτειακό όργανο του «δήμου» έχει διαφορετική σύσταση κάθε φορά, κατορθώνουμε ώστε όποιοι κι αν το αποτελούν να φτάνουν στην ευβουλία, να πληρούν δηλαδή την βασική προϋπόθεση της ορθής κρίσης στο μέτρο του δυνατού.
Κάθε «δήλωση συμμετοχής» λοιπόν γίνεται ελεύθερα από όποιον πολίτη επιθυμεί να συμμετάσχει στην προσεχή συνέλευση κι εγκρίνεται αυτομάτως χωρίς προϋποθέσεις. Έτσι μόνο όσοι δηλώνουν εκ των προτέρων την συμμετοχή τους έχουν και το δικαίωμα να μιλήσουν (εφ’ όσον το δηλώσουν και κληρωθούν) και να ψηφίσουν στην συνέλευση. Γιατί όμως να μην έχει δικαίωμα όποιος το επιθυμεί να αποφασίσει την τελευταία στιγμή την συμμετοχή του στην συνέλευση του πολιτειακού οργάνου του «δήμου», αν η συμμετοχή είναι πράγματι ελεύθερη; Στην αρχαιότητα στην εκκλησία του δήμου συμμετείχε όποιος πολίτης το επιθυμούσε ελεύθερα κατά την ημέρα της συνέλευσης, διότι όλα τα στάδια μέχρι και την λήψη της απόφασης διενεργούνταν την ίδια ημέρα. Στην πρόταση που περιγράφηκε εδώ όμως, ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας διενεργείται αναγκαστικά πριν την ημέρα των δημοσίων ομιλιών και της ψηφοφορίας, χάριν της κατάλληλης προετοιμασίας των συμμετεχόντων πολιτών και του σχηματισμού όσον το δυνατόν ορθότερης κρίσης σε αυτούς. Αυτό όμως, ενέχει τον κίνδυνο αυτοί που θα λάβουν μέρος στην διαβούλευση να μην πάνε να ψηφίσουν την ημέρα της συγκέντρωσης, κι αυτοί που δεν θα λάβουν μέρος στην διαβούλευση να πάνε μόνο για να ψηφίσουν χωρίς να έχουν προετοιμαστεί σωστά για αυτό. Για να αποφύγουμε το πρώτο θα πρέπει να σκεφτούμε αν θα ήταν σωστό να επιβάλλουμε κάποιο είδος ποινής και ποια ποινή θα ήταν κατάλληλη, ενώ για να αποφύγουμε το δεύτερο θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες ότι η συμμετοχή στην ψηφοφορία για την λήψη των τελικών αποφάσεων, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την συμμετοχή στην διαβουλευτική διαδικασία που προηγείται. Δεν πρέπει να είναι επιτρεπτό να ψηφίζεις για ένα θέμα, αν προηγουμένως δεν έχεις συζητήσει, ανταλλάξει γνώμες κι επιχειρήματα για αυτό το θέμα με τους συμπολίτες σου ώστε να ασκήσεις με ευβουλία την κυριαρχική σου πολιτική δύναμη. Και σήμερα ακόμη στην Βουλή, πριν ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο προηγείται ένας διάλογος και κατόπιν αυτού οι Βουλευτές ψηφίζουν. Δεν είναι άλλοι οι βουλευτές που διαβουλεύονται από αυτούς που ψηφίζουν, αλλά οι ίδιοι. Επειδή λοιπόν δεν είναι λογικό όσον αφορά το ίδιο πολιτειακό όργανο, άλλα πρόσωπα να συμμετέχουν στην διαβούλευση κι άλλα στην ψηφοφορία, διαμορφώθηκε η διαδικασία κατά αυτόν τον τρόπο χάριν διαφύλαξης του αδιάβλητου της τελικής απόφασης που λαμβάνει ο «δήμος».
Η διαδικασία που περιγράψαμε, μπορεί πάντως να απλοποιείται και να επιταχύνεται αν οι αποφάσεις του ενός μηνός οριστεί να επικυρώνονται την πρώτη ή την δεύτερη Κυριακή του επομένου μηνός. Έτσι αντί για τέλη Μαρτίου του προηγούμενου παραδείγματος, ο λαός επικυρώνει τα προαποφασισμένα του Φεβρουαρίου στις αρχές Μαρτίου, οπότε όλα τα παραπάνω βήματα θα πρέπει να γίνουν σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα. Οι δύο αυτές διαδικασίες, μπορούν ακόμα και να συνυπάρχουν κάτω από τον ίδιο εφαρμοστικό νόμο, και να επιλέγεται κάθε φορά αυτή που ταιριάζει καλύτερα, ανάλογα με τις συνθήκες. Όσον αφορά τις αποφάσεις που πρέπει να εγκριθούν επειγόντως (π.χ. κήρυξη πολέμου) εντός ορισμένων ημερών ή και ωρών, ο «δήμος» δεν παρακάμπτεται διότι έτσι οι κυβερνήσεις θα βάπτιζαν «κατεπείγουσες» όλες τις αποφάσεις για τις οποίες θα ήθελαν να αποφύγουν την εμπλοκή του «δήμου». Για αυτές τις περιπτώσεις, αφού ο νόμος ορίσει τα κριτήρια που μπορούν να κατατάξουν μία κατάσταση ως κατεπείγουσα, θα μπορούσε να προβλέπει την άμεση σύγκληση της συνέλευσης όλου του λαού χωρίς αιτήσεις συμμετοχής, κατά την οποία όμως θα πρέπει να τίθεται μόνο ένα θέμα προς επικύρωση ή ακύρωση και με κάποιο τρόπο να υπάρξει επαρκής διάλογος κι ενημέρωση πριν την έναρξη της ψηφοφορίας. Ας αφήσουμε όμως αυτήν την υπόθεση κι ας δούμε τι γίνεται σε μία διαφορετική περίπτωση.
β. Η κοινωνία επικυρώνει όλα ή τα περισσότερα θέματα που την αφορούν
Αν τώρα υποθέσουμε ότι η κοινωνία αποφασίζει για όλα ή για τα περισσότερα πολιτικά θέματα, τότε αναγόμενη σε πολιτειακό όργανο θα πρέπει να είναι ένα πολύ ευκίνητο σώμα το οποίο θα μπορεί να συνέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα αλλά και να παίρνει γρήγορα τις αποφάσεις. Ο «δήμος» όμως ως πολιτειακό όργανο, κάθε άλλο παρά ευκίνητο μπορεί να χαρακτηριστεί. Επιπλέον, μία προσπάθεια να γίνει το όργανο του «δήμου» πιο ευκίνητο κι ευέλικτο, εμπεριέχει το ρίσκο να απαλειφθούν από την διαδικασία εφαρμογής της Υ.Λ.Ε. βασικά στοιχεία που θα αλλοίωναν την δυνατότητα της κοινωνίας να φτάνει στην ορθή κρίση των θεμάτων που καλείται να επικυρώσει. Συνεπώς, σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να σκεφτούμε την πιθανότητα να μπορεί να υπάρξει άλλος τρόπος με τον οποίο η κοινωνία θα παίρνει τις τελικές αποφάσεις για όλα ή για τα περισσότερα θέματα που την αφορούν.
Παραπάνω είδαμε πώς η κοινωνία με το όργανο του «δήμου» ασκεί η ίδια αυτοπροσώπως τον θεσμό της λαϊκής επικύρωσης όσων προαποφασίζουν η Κυβέρνηση και η Βουλή, ασκώντας έτσι και το θεμελιώδες κυριαρχικό της δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή, η κοινωνία ταυτίζεται με το πολιτειακό όργανο και διαφυλάσσεται έτσι η άσκηση της λαϊκής επικύρωσης αυτοπροσώπως από τον λαό, σύμφωνα με τον κλασσικό δημοκρατικό τρόπο. Το ερώτημα όμως που μας ενδιαφέρει είναι το κατά πόσο μπορεί να δημιουργηθεί ένα ευέλικτο όργανο το οποίο ωστόσο να επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να διατηρεί και να ασκεί αυτοπροσώπως την επικυρωτική εξουσία χωρίς να την παραδίδει σε αντιπροσώπους;
Ο «δήμος» αποτελεί το μεγάλης κλίμακας πολιτειακό όργανο της κοινωνίας το οποίο ταυτίζεται με το σύνολο των πολιτών που συμμετέχουν στις συνελεύσεις. Με αυτόν τον τρόπο, εκφράζεται η βούληση της κοινωνίας σχετικά με τα θέματα για τα οποία λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις. Ωστόσο αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος. Οι σύγχρονες μέθοδοι της στατιστικής επιστήμης, προσφέρουν την δυνατότητα νέων προσεγγίσεων όταν θέλουμε να γνωρίζουμε την βούληση της κοινωνίας για ένα ζήτημα. Αφού προσδιοριστεί το ελάχιστο πλήθος που αποτελεί την ακριβή αναπαράσταση της κοινωνίας, μπορούμε να μάθουμε με μεγάλη ακρίβεια την θέληση της κοινωνίας για κάθε ζήτημα. Η επιστημονική αυτή προσέγγιση αποκαλείται «δημοσκόπηση». Αν τώρα συνταιριάξουμε την έννοια του «δήμου» με την δημοσκόπηση, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο πολιτειακό όργανο, τον «δημοσκοπικό δήμο», ο οποίος να αποτελεί το μικρής κλίμακας πολιτειακό όργανο της κοινωνίας για την λήψη των αποφάσεων για όλα ή τα περισσότερα θέματα που την αφορούν. Ο δημοσκοπικός δήμος λοιπόν, αναπαριστά την κοινωνία σε μία μικρογραφία του εαυτού της και της επιτρέπει να έχει στην διάθεσή της ένα μικρό κι ευέλικτο όχημα για να εκτελεί τα καθήκοντά της χωρίς το μέγεθος να αποτελεί πλέον εμπόδιο στην ταχύτητα και συχνότητα με την οποία εγκρίνονται οι αποφάσεις. Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο «δήμος» είναι η εικόνα της κοινωνίας σε μεγέθυνση, ενώ ο «δημοσκοπικός δήμος», είναι η εικόνα της κοινωνίας σε σμίκρυνση. Πώς όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη αυτό το όργανο;
Ο αριθμός των μελών του δημοσκοπικού δήμου προκύπτει σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα κι αποτελεί μία ακριβή μικρογραφία της κοινωνίας σε μορφή πολιτειακού οργάνου, ώστε να είναι πιο ευκίνητο ως όργανο από μία συνέλευση εκατομμυρίων πολιτών και για αυτό να μπορεί να συνεδριάζει και να αποφασίζει τακτικότερα και ταχύτερα. Αυτό το νέο και σαφώς πιο ευέλικτο όργανο, μπορεί να συνέρχεται κάθε εβδομάδα για μία ή δύο μη εργάσιμες ημέρες, να ενημερώνεται για τα προς έγκριση θέματα, να διαβουλεύεται κι εν τέλει να επικυρώνει ή να ακυρώνει το καθένα από αυτά. Για παράδειγμα, όταν κατά την διάρκεια της ίδιας εβδομάδας, η Κυβέρνηση μεταξύ άλλων αποφασίσει να δαπανήσει €30 δις για την αγορά πεπαλαιωμένων και φθαρμένων F16 κι η Βουλή υπερψηφίσει ένα νομοσχέδιο που κατεβάζει την σύνταξη στα €150, αυτές οι αποφάσεις θα πρέπει, προτού υπογραφούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιευτούν στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, να εγκριθούν κι από το όργανο του δημοσκοπικού δήμου κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής απαίτησης για υποχρεωτική λαϊκή επικύρωση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων. Με αυτόν τον τρόπο και με δεδομένη την ενθαρρυντική έρευνα που υπάρχει γύρω από το ορθότητα των αποφάσεων του δημοσκοπικού δήμου, ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να καλύψει ως όργανο μικρής κλίμακας την αυτοπρόσωπη λήψη των αποφάσεων από την ίδια την κοινωνία για ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών θεμάτων (π.χ. δημοσιονομικά, δημογραφικό, μεταναστευτικό, παιδεία, αθλητισμός, γεωργική ανάπτυξη, πολιτισμός κτλ), καθώς και τον διορισμό, την αντικατάσταση και τον πειθαρχικό έλεγχο των ανωτάτων στελεχών των ελεγκτικών οργάνων του κράτους, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, ώστε η κοινωνία να είναι ο πραγματικός προϊστάμενος των τελευταίων και να τους προστατεύει όταν ασκούν τα καθήκοντά τους προς όφελος του ελληνικού λαού.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες τεχνικές ρυθμίσεις, θεωρώ ότι το όργανο του «δημοσκοπικού δήμου» θα ήταν καλό να έχει σταθερά μέλη για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. για ένα έτος, κι όχι να προκύπτει κάθε εβδομάδα διαφορετικό πλήθος καθώς αυτό θα δημιουργούσε δυσκολίες τόσο στην παρουσία όσο και στην διαβούλευση των μελών του οργάνου. Αν όμως ως μέλος του δημοσκοπικού δήμου για ένα έτος, γνωρίζεις ότι έχεις αυτήν την υποχρέωση σε εβδομαδιαία βάση και μαθαίνεις σταδιακά να συζητάς και να συνδιαλέγεσαι ολοένα και πιο αποτελεσματικά με τα υπόλοιπα μέλη, τότε και το όργανο αναβαθμίζεται και η ευβουλία του φτάνει στα επιθυμητά επίπεδα. Πέραν τούτου, θα ήταν σωστό το κράτος να πληρώνει τα οδοιπορικά των συμμετεχόντων, ενώ θα μπορούσε να καθιερωθεί και καταβολή μισθού για κάθε συμμετοχή ως αποζημίωση για την παράλειψη των προσωπικών υποθέσεων του καθενός και επιβολή προστίμου σε κάθε απουσία ώστε αυτή να είναι ασύμφορη (εκτός βέβαια αν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι απουσίας, π.χ. υγείας). Αν τώρα αυτά θεωρηθούν από κάποιον αχρείαστα έξοδα, εγώ λέω ότι χρειάζονται αν θέλουμε να ενεργοποιηθεί η λαϊκή κυριαρχία και να λειτουργήσει η λήψη των τελικών αποφάσεων από την κοινωνία και μάλιστα υπάρχουν άφθονες κρατικές σπατάλες που μπορούν να περισταλούν για να στηριχθεί το επιχείρημα αυτό. Πρώτοι σε αυτήν την λίστα της αναίτιας σπατάλης είναι οι παχυλοί μισθοί των διευθυντών των κρατικών ΜΜΕ, των παρουσιαστών και των δημοσιογράφων τους και στην συνέχεια οι μισθοί των βουλευτών με τα σκανδαλώδη προνόμια και τις απαλλαγές τους.
Αυτά όσον αφορά την λειτουργία του δημοσκοπικού δήμου για την επικύρωση όλων των πολιτικών αποφάσεων των άλλων πολιτειακών οργάνων. Όμως, αν η έγκριση της κοινωνίας είναι απαραίτητη για όλα ή για τα περισσότερα θέματα που την αφορούν, τότε αναγκαστικά μέσα σε όλα αυτά τα θέματα θα βρίσκονται και τα σημαντικά. Προηγουμένως όμως αναθέσαμε την έγκριση των σημαντικότερων θεμάτων στον «δήμο». Συνεπώς, σε αυτήν την περίπτωση και τα δύο όργανα για τα οποία έχουμε μιλήσει είναι απαραίτητα. Έτσι πρέπει πρώτα να προηγηθεί μία ταξινόμηση, ώστε να ξεχωρίσουν τα πρωτεύοντα από τα δευτερεύοντα ζητήματα ανάλογα με την αξία τους, και στην συνέχεια να αναθέσουμε στον μεν «δήμο» την έγκριση των πρώτων και στον δε «δημοσκοπικό δήμο» την έγκριση των δεύτερων.
Επίλογος
Βλέπουμε λοιπόν ότι μπορούμε ανάλογα με το θέμα και την σοβαρότητά του, να επινοήσουμε παραπάνω από ένα πολιτειακά όργανα, για την επικύρωση των βουλευτικών νόμων και των κυβερνητικών αποφάσεων αυτοπροσώπως από την κοινωνία. Ένας πιθανός τρόπος δημιουργίας νέων τέτοιων οργάνων προερχόμενων από την κοινωνία και υπηρετούντων αυτήν, είναι η θέσπιση οργάνων μικρής κλίμακας για τα περισσότερα ζητήματα και μεγάλης κλίμακας για τα σημαντικότερα ζητήματα.
Συμπληρωματικές παρατηρήσεις
(1). Η Υ.Λ.Ε. ως ιδέα, δυστυχώς μας πάει πολύ πίσω στην ιστορία στην εποχή της μινωικής Κρήτης, όπου ο δήμος έχαιρε της απαγορευτικής δύναμης επί όλων των νόμων και των ψηφισμάτων των άλλων οργάνων της πολιτείας, πριν ακόμη ο Λυκούργος συστήσει το Σπαρτιατικό πολίτευμα και ακόμα πιο πριν από τον Σόλωνα. Από την άλλη ωστόσο αποτελεί μία αναμφίβολη πρόοδο τηρουμένων των αναλογιών και δεδομένων των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην χώρα μας από την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους ως σήμερα.
(2). Εξ άλλου, το επιπλέον προτέρημα της συνταγματοποίησης του θεσμού αυτού έχει να κάνει με την εύκολη σύνδεσή του με το ακροτελεύτιο άρθρο (Σ 120) το οποίο ουσιαστικά σήμερα είναι ανενεργό άνευ συγκεκριμένης διαδικασίας ή θεσμού που να το ενεργοποιεί, ώστε να μετατρέπεται σε εργαλείο αντίστασης των πολιτών έναντι της πολιτικής εξουσίας. Η προσθήκη ενός άρθρου που θα κατοχυρώνει την Υ.Λ.Ε. επί των αποφάσεων και των νόμων που αποφασίζουν τα άλλα πολιτειακά όργανα, μπορεί να συμπληρωθεί με την εξής απαγορευτική παράγραφο: «η με οποιονδήποτε τρόπο παρεμπόδιση της εφαρμογής της Υ.Λ.Ε. όπως και όταν ορίζει ο νόμος, συνιστά βίαιη κατάλυση του Συντάγματος, σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας και κατάχρηση εξουσίας, εγείροντας τις συνθήκες δια την νόμιμη και με κάθε μέσο αντίσταση του πολίτη, των δικαστικών αρχών και των δυνάμεων ασφαλείας κατά τις επιταγές του άρθρου 120». Έτσι και θεμελιώνεται σε στέρεες βάσεις ο θεσμός και αποκτά και νόημα η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Αν λοιπόν μπορούσα να κάνω μία αλλαγή στο Σύνταγμα, κατά πάσα πιθανότητα θα έκανα αυτήν.
(3). Επί πλέον τα δημοψηφίσματα με την έννοια της απλής ψηφοφορίας για ένα θέμα που πρέπει να αποφασιστεί (είτε αυτό γίνεται υποχρεωτικά, είτε το συγκαλεί το κράτος, είτε οι υπογραφές των πολιτών), συνιστά υπονόμευση της δημοκρατίας και της ορθής λήψης αποφάσεων από την κοινωνία. Αυτό συμβαίνει διότι τα δημοψηφίσματα ως θεσμός ακυρώνουν την υπεροχή της δημοκρατίας έναντι των άλλων πολιτευμάτων ακόμα κι αν σε αυτά διοικούν μόνιμα λίγοι πολίτες που έχουν ανώτερη κρίση από όλους τους συμπολίτες τους. Η ανωτερότητα της δημοκρατίας κατά τον Αριστοτέλη, αν θυμάστε, έγκειται πρώτον στο γεγονός ότι είναι δυσκολότερο να διαφθείρει κανείς το μεγάλο πλήθος των πολιτών της δημοκρατίας παρά το μικρό πλήθος των λίγων κυβερνώντων μίας ολιγαρχίας και, κατά δεύτερον, στο ότι η δημοκρατία δύναται να ισοφαρίζει και να ξεπερνά ακόμη τα πολιτεύματα όπου οι λίγοι που κυβερνούν έχουν ανώτερη κρίση από τους πολλούς που δεν κυβερνούν. Το μεν πρώτο είναι εμφανές για ποιον λόγο ισχύει, το δε δεύτερο συμβαίνει διότι ενώ πράγματι ο απλός πολίτης μόνος του έχει κατώτερη κρίση από τον ανώτερο σε κρίση πολίτη, όλοι μαζί όμως οι απλοί πολίτες που συγκεντρώνονται σε έναν τόπο και διαβουλεύονται για ένα θέμα, αποτελούν ένα σώμα το οποίο στο σύνολό του πλέον έχει ισάξια ή και ανώτερη κρίση από τον έναν ή τους λίγους που ως άτομα προ ολίγου ήταν ανώτερα από τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Εκεί κρύβεται η ανωτερότητα της δημοκρατίας, όχι δηλαδή στο ότι απλά δίνει το δικαίωμα στους πολλούς να αποφασίζουν, αλλά τους δίνει την δύναμη να έχουν κι ορθή κρίση σε αυτό που αποφασίζουν. Το δημοψήφισμα όμως δεν προϋποθέτει ούτε συνέλευση, ούτε διαβούλευση, ούτε αληθινό δήμο, εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που ενδυναμώνουν κι αναβαθμίζουν την κρίση της κοινωνίας προτού καταθέσει την ψήφο της, παρά σου ζητάει να έρθεις να ψηφίσεις μόνος σου με την κρίση που διαθέτεις. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι το πλεονέκτημα της δημοκρατίας να ακυρώνεται και να αποδυναμώνεται η κρίση της κοινωνίας συνολικά καθώς ο ένας πολίτης απομονώνεται από τον άλλον.
(4) Όσον αφορά τις τεχνικές διαβούλευσης, οι σύγχρονες εξελίξεις έχουν δημιουργήσει ένα ευρύ φάσμα πρακτικών εφαρμογών με τις οποίες είναι δυνατόν μεγάλα πλήθη ατόμων που βρίσκονται σε έναν χώρο να συζητούν ταυτόχρονα για ένα πρόβλημα και να φτάνουν σε κοινώς αποδεκτές λύσεις. Αυτό γίνεται με την δημιουργία πολλαπλών υποομάδων των 4-6 ατόμων εντός του ευρύτερου συγκεντρωμένου πλήθους οι οποίες αφού συζητούν σε πρώτη φάση το ζήτημα, διαλύονται κι ανασχηματίζονται με νέα σύνθεση ατόμων καθώς οι φάσεις της διαβούλευσης προχωρούν. Στο πλαίσιο του εγχειρήματος «Πολιτεία 2.0» εργαστήκαμε πάνω στην δημιουργία νέου Συντάγματος με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Με την απαραίτητη συνδρομή επαγγελματιών στις τεχνικές διαβούλευσης, αξιοποιήσαμε τις δυνατότητες αυτών των τεχνικών για να βοηθήσουμε να εκφραστεί η βούληση των πολιτών ακόμα και για ένα φαινομενικά τόσο δύσκολο και πολύπλοκο θέμα όπως το Σύνταγμα.