Η αυτεξουσιότητα, η ελευθερία και η συνέλευση των πολιτών

Σε προηγούμενο άρθρο είδαμε πώς η κατάργηση των τοπικών συνελεύσεων έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πολιτική υποδούλωση των Ελλήνων ήδη από τα πρώτα βήματα του νεοελληνικού κράτους. Σε αυτό το άρθρο θα αφιερώσουμε λίγο χρόνο να μιλήσουμε πιο αναλυτικά για την συνέλευση και την αξία της.

Αρχικά, θα πρέπει να πούμε ότι η έννοια κι ο θεσμός της συνέλευσης ως το κυρίαρχο όργανο που λαμβάνει αποφάσεις για την διαχείριση ενός οργανισμού (σωματείο, σύλλογος, εταιρεία κτλ) κάθε άλλο παρά νεκρό είναι στις μέρες μας. Η συνέλευση όχι μόνο είναι παρούσα σαν εργαλείο για να διοικούνται οργανισμοί, αλλά είναι πάντοτε το ισχυρότερο και ανώτερο όργανο των οργανισμών αφού από αυτό πηγάζουν τα διοικητικά όργανα κι έχει τις μεγαλύτερες εξουσίες όπως π.χ. την εξουσία να αλλάζει το καταστατικό του οργανισμού. Ανάλογα με την φύση του οργανισμού, η συνέλευση μας παρουσιάζεται είτε ως συνέλευση της ολομέλειας των μελών όταν πρόκειται για συλλόγους και σωματεία, είτε για συνέλευση των μετόχων όταν πρόκειται για εταιρείες κ.ο.κ.

Έτσι η συνέλευση όχι μόνο εξακολουθεί να υφίσταται στις μέρες μας αλλά είναι και το πιο σημαντικό και καθοριστικό εργαλείο στον τρόπο διοίκησης όλων των οργανισμών σε εταιρικό, φιλανθρωπικό, μη κερδοσκοπικό, μη κυβερνητικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο όμως, η συνέλευση της αντίστοιχης ολομέλειας των μελών/μετόχων δεν υπάρχει πια. Η συνέλευση ως κοινωνικό-πολιτικός θεσμός έχει εκδιωχθεί από την πολιτική πρακτική της χώρας μας από το 1834 επί βα(ρ)υαρικής αντιβασιλείας.

Ο θεσμός της συνέλευσης των πολιτών, όπου τα μέλη της κοινότητας συγκεντρώνονται προκειμένου να συζητήσουν και να αποφασίσουν περί των ζητημάτων που τους απασχολούν, είναι το σπουδαιότερο και πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι το εργαλείο το οποίο αρκεί από μόνο του για να εξασφαλίζει την πολιτική ελευθερία της κοινωνίας που το κατέχει και το χρησιμοποιεί. Χωρίς την συνέλευση όμως, η πολιτική ελευθερία ακυρώνεται καθώς τα μέλη της κοινωνίας στερούνται την δυνατότητα να ασκούν την αυτεξουσιότητά τους και να αποφασίζουν τα ίδια για ό,τι τα αφορά.

Όμως μία κοινωνία που στερείται αυτεξουσιότητας είναι καταδικασμένη στην δυστυχία, επειδή με την απώλεια της συνέλευσης δεν χάνει μόνο την ελευθερία της να ρυθμίζει τις υποθέσεις της και να πορεύεται σύμφωνα με την βούλησή της, αλλά χάνει και την δύναμη να προστατεύει και να υλοποιεί το εθνικό και κοινωνικό της συμφέρον. Εφόσον με την κατάργηση της συνέλευσης καταργείται η πρωτογενής εξουσία της κοινωνίας να διαχειρίζεται η ίδια τα κοινά, αυτό σημαίνει ότι η πολιτική αρμοδιότητα μεταφέρεται από την κοινωνία σε ένα άλλο πρόσωπο, όργανο ή θεσμό. Το τρίτο όμως αυτό μέρος, δεν θα αναλάμβανε την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται ξένο πράγμα αν δεν είχε ίδιον όφελος από αυτήν την εξουσία. Κάποιος που καλείται να διαχειριστεί κάτι που δεν του ανήκει, είναι απολύτως φυσικό να το υποτάξει στην δική του θέληση και να αξιοποιήσει την εξουσία που του δόθηκε για να πετύχει τα δικά του συμφέροντα. Ως εκ τούτου, εφόσον η απώλεια της αυτεξουσιότητας είναι συνώνυμη με την υποταγή στην θέληση κάποιου άλλου, εξυπακούεται ότι σε πολιτικό επίπεδο αυτή η υποταγή θα έχει ως αποτέλεσμα η υποταγμένη κοινωνία να αδυνατεί να εκπληρώσει τα δίκαιά της και και να υλοποιήσει τα συμφέροντά της.

Έτσι φτάσαμε στην τελείως ανήκουστη κατάσταση, όπου εντός της πολιτικής κοινωνίας είναι νόμιμο το να διοικούνται με συνελεύσεις τα διάφορα υποσύνολα (εταιρείες, σωματεία κτλ) που έχουν για μέλη τους λίγους μόνο πολίτες, αλλά να είναι παράνομο να λειτουργεί με συνέλευση η ίδια η πολιτική κοινωνία που έχει για μέλη της το σύνολο των πολιτών. Οι κατασκευασμένες μικρο-κοινότητες (σύλλογοι κτλ) σε μία κοινωνία, επιτρέπεται να έχουν την γενική συνέλευση ως ανώτατο όργανό τους για την λήψη των σημαντικότερων αποφάσεών τους, όμως η ίδια η κατ’ εξοχήν κοινωνία που είναι επιμερισμένη κατά τόπους σε Δήμους δεν επιτρέπεται να έχει συνέλευση των δημοτών κι ούτε της δόθηκε με κάποιο άλλο μέσον η αρμοδιότητα να λαμβάνει η ίδια αυτοπροσώπως τις πολιτικές αποφάσεις που καθορίζουν την πορεία της.

Για εμένα, αυτό αποτελεί ξεκάθαρο πολιτικό ευνουχισμό. Η απαγόρευση της συνέλευσης στους Δήμους της χώρας, στην πραγματικότητα απαγορεύει στις τοπικές κοινωνίες να γονιμοποιούν την πολιτική ζωή με τα «σπέρματα» των κοινών στόχων, των σχεδιασμών και των οραμάτων που πρέπει να έχει κάθε λαός για να προχωράει μονοιασμένος στο μέλλον, να προοδεύει και να μεγαλουργεί στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του. Και σαν να μην έφτανε αυτό βεβαίως, έχουμε τις τοπικές κοινωνίες να καθίστανται – δια νόμου από τους βα(ρ)υαρούς και πάλι – θύματα πολιτικής πατρωνίας από τους θεσμούς του Δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου, οι οποίοι αντικατέστησαν την υγιή πολιτική λειτουργία των συνελεύσεων και λειτουργούν αυθαίρετα χωρίς την έγκριση των δημοτών τελώντας υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας.

Και τώρα θα ήθελα να αναρωτηθούμε, πώς είναι δυνατόν να αναπτυχθούν οι τοπικές κοινωνίες στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους όταν το κράτος έχει φροντίσει να τους στερεί τα πολιτικά μέσα για την πρόοδό τους; Πώς περιμένουμε δηλαδή να ζούμε μέσα στην ευημερία, όταν η πολιτική μας αυτεξουσιότητα έχει καταργηθεί; Όταν έχουμε χάσει την πολιτική μας ελευθερία να αποφασίζουμε ως δημότες τι είναι καλό και τι δεν είναι για εμάς και τον τόπο μας; Όταν αυτές οι αρμοδιότητες έχουν κλαπεί από εμάς για να χαριστούν στην Δημοτική Αρχή, στην Περιφέρεια και στο Κράτος, λες κι αυτοί έχουν ως στόχο το δικό μας το καλό και γνωρίζουν τι θα ωφελούσε και τι όχι τον κάθε δήμο και την κάθε τοπική κοινωνία; Η απάντηση είναι απλή. Είναι αδύνατον.

Είναι αδύνατον να ευημερούμε στις τοπικές μας κοινωνίας, διότι για να ευημερούμε χρειάζεται να έχουμε την βούληση και την εξουσία να πράττουμε για την κοινωνία μας εκείνα που φέρνουν ευημερία, αλλά εμείς στερούμαστε και τα δύο. Χωρίς την δύναμη να ενεργείς όπως εσύ νομίζεις για το καλό σου, είσαι πολιτικά ασθενής και καταλήγεις να τελείς υπό την διαχείριση κάποιου τρίτου. Το υπάρχον σύστημα χειρίζεται τους πολίτες όπως τα μικρά παιδιά ή τους γέροντες που πάσχουν από άνοια, οι οποίοι καθώς στερούνται της ικανότητας να έχουν υγιή βούληση πρέπει να αποφασίζει κάποιος άλλος για αυτούς. Πλήν όμως, οι πολίτες δεν είναι ούτε ανήλικες, ούτε πάσχουν από κάποιο ανίατο εκφυλιστικό διανοητικό νόσημα για να δικαιολογεί κάτι τέτοιο.

Η κατάργηση της συνέλευσης των πολιτών/δημοτών, αποτελεί ένα από τα επαχθέστερα πολιτειακά εγκλήματα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Ένα έγκλημα, το οποίο διαιωνίζεται αδιαλείπτως από το 1834 με κάθε καθεστώς, κάθε πολίτευμα, κάθε Σύνταγμα κάθε Βουλή και κάθε κυβέρνηση που έχει περάσει έκτοτε από την χώρα. Από την εποχή του Όθωνα μέχρι σήμερα έχουν περάσει σχεδόν 200 χρόνια. Αν ωστόσο η συνέλευση είναι τόσο σημαντική για την πρόοδο των τοπικών κοινωνιών, γιατί δεν βρέθηκε ένας Έλληνας κυβερνήτης να επαναφέρει την εξουσία στον φυσικό του κάτοχο και να δώσει πίσω την πολιτική αρμοδιότητα στις συνελεύσεις των δημοτών;

Ασφαλώς, τέτοια αφύσικα και παράλογα πράγματα δεν συμβαίνουν τυχαία. Άλλωστε, η συνέλευση ως πολιτικός θεσμός λειτουργεί μέχρι σήμερα και στις Η.Π.Α. και στην Ελβετία. Το ότι δεν λειτουργεί στην χώρα όπου κατοικεί ο λαός που τον επινόησε και τον χρησιμοποιούσε επί χιλιάδες έτη, αναμφίβολα δείχνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά σε αυτό το κράτος.

Το πρώτο πράγμα που δεν πάει καλά, είναι το γεγονός ότι το κράτος είναι πολιτειακά δομημένο για να καταπατά την ελευθερία της κοινωνίας από το 1834 κι εντεύθεν. Το δεύτερο πράγμα, είναι το γεγονός ότι η πολιτική υποδούλωση της κοινωνίας αποκλείει τους Έλληνες από το πολιτικό αγαθό της ευδαιμονίας. Κι αυτό είναι το μέγιστο έγκλημα που μπορεί να κάνει κάποιος ενάντια σε έναν λαό με θεωρητικά δικό του κράτος.

Η κατάργηση της συνέλευσης λοιπόν, οδήγησε στην απώλεια της πολιτικής ελευθερίας και χωρίς πολιτική ελευθερία δεν μπορείς να κινηθείς ανεμπόδιστα προς το αγαθό που επιθυμείς. Δεν μπορείς να προσεγγίσεις ούτε και να φανταστείς να κατέχεις κανένα άλλο «αγαθό» πέρα από αυτό που σε χειραγωγεί να επιθυμείς ο τύραννος σου. Αν όμως δούμε τα πράγματα από την σκοπιά του τυράννου, όλα αρχίζουν να βγάζουν νόημα. Αν αυτός που διαχειρίζεται την αυτεξουσιότητά σου, δεν σου στερήσει την ελευθερία σου να αποφασίζεις εσύ για τον εαυτό σου, πώς θα εξασφαλίσει ότι θα μπορεί να «βάζει χέρι» στα αγαθά σου ανενόχλητος, πώς θα προωθεί ανεμπόδιστα τα συμφέροντά του στον τόπο σου, και πώς θα καπηλεύεται τον πλούτο σου;

Η κοινωνία, χωρίς την δυνατότητα να ασκεί το αυτεξούσιο, αποκόπτεται από την οργανική της σύνδεση με αυτό που την συμφέρει, χάνει την δυνατότητα να κινηθεί προς το αγαθό της ευδαιμονίας και καταδικάζεται να μένει στάσιμη, ελεγχόμενη και λεηλατημένη από τους «διαχειριστές» της.

Αν θέλουμε να το ανατρέψουμε αυτό χρειαζόμαστε απαραιτήτως δύο συστατικά: γνώση και θέληση. Γνώση της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε και του τρόπου με τον οποίο κατακτάται η ευδαιμονία. Θέληση να κάνουμε ότι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να αξιοποιήσουμε την γνώση αυτήν για το καλό το δικό μας και των επερχόμενων γενεών.

Αρέσει σε %d bloggers: