Διαβάζουμε στον λόγο του Δημοσθένη, Περί του στεφάνου 204-205
Οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής, δεν ζητούσαν πολιτικό ή στρατηγό για να τους παρέχει άνετη ζωή δούλων, αλλά ούτε καν αξίωναν να ζουν αν δεν μπορούσαν να ζουν ελεύθερα.
«οὐ γὰρ ἐζήτουν οἱ τότ᾽ Ἀθηναῖοι οὔτε ῥήτορ᾽ οὔτε στρατηγὸν δι᾽ ὅτου δουλεύσουσιν εὐτυχῶς, ἀλλ᾽ οὐδὲ ζῆν ἠξίουν, εἰ μὴ μετ᾽ ἐλευθερίας ἐξέσται τοῦτο ποιεῖν»
Σχόλιο: Η μέγιστη αξία δεν είναι το ζην, αλλά το «ζην μετ’ ελευθερίας», δηλαδή το να μπορείς να ζεις ελεύθερα την ζωή σου χωρίς να υποδουλώνεσαι στην θέληση κάποιου άλλου.
Καθένας τους θεωρούσε ότι έχει γεννηθεί όχι μόνο για τον πατέρα του και την μητέρα του αλλά και για την πατρίδα.
«ἡγεῖτο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος οὐχὶ τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ μόνον γεγενῆσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πατρίδι».
Σχόλιο: Η πατρίδα, όπως είδαμε με τα άλλα δύο άρθρα για τον Σωκράτη και τον Ιεροκλή, είναι η ανώτερη και πιο πλήρης οικογένεια του πολίτη αλλά και η πιο προσφιλής την οποία πρέπει να σεβόμαστε και να αγαπάμε πάνω από όλους.
Ποια είναι η διαφορά; Ο άνδρας που πιστεύει ότι γεννήθηκε μόνο για τους γονείς του περιμένει τον καθορισμένο από την μοίρα φυσικό θάνατο, αυτός όμως που πιστεύει ότι γεννήθηκε και για την πατρίδα θα προτιμήσει να πεθάνει παρά να την δει σκλαβωμένη και θα θεωρήσει τις προσβολές και τις ταπεινώσεις που υποχρεώνεται να δεχτεί η υποδουλωμένη πόλη φρικτότερες από τον θάνατο.
«διαφέρει δὲ τί ὅτι ὁ μὲν τοῖς γονεῦσι μόνον γεγενῆσθαι νομίζων τὸν τῆς εἱμαρμένης καὶ τὸν αὐτόματον θάνατον περιμένει, ὁ δὲ καὶ τῇ πατρίδι, ὑπὲρ τοῦ μὴ ταύτην ἐπιδεῖν δουλεύουσαν ἀποθνῄσκειν ἐθελήσει, καὶ φοβερωτέρας ἡγήσεται τὰς ὕβρεις καὶ τὰς ἀτιμίας, ἃς ἐν δουλευούσῃ τῇ πόλει φέρειν ἀνάγκη, τοῦ θανάτου