Το δελφικό παράγγελμα «γνώθι σαυτόν» είναι ίσως το πρώτο βήμα που καλείται να κάνει κάποιος στην πορεία για την ολοκλήρωσή του ως άνθρωπος. Αυτό το οποίο μας καλεί να κάνουμε το παράγγελμα αυτό είναι να αναζητήσουμε και να μάθουμε ποιος είναι ο πραγματικός μας εαυτός. Γνωρίζοντας τον πραγματικό μας εαυτό, γνωρίζουμε να αποδίδουμε την σωστή αξία στα πράγματα. Έτσι λοιπόν, αυτό που μαθαίνουμε μέσω της φιλοσοφίας είναι ότι ο αληθινός Εαυτός μας είναι η Ψυχή μας, αυτό που ανήκει στον Εαυτό μας είναι το Σώμα, και αυτό που ανήκει σε αυτό που ανήκει στον Εαυτό μας είναι τα Υλικά Αγαθά.
Ένας τρόπος να δούμε την σχέση που έχουν αυτά τα τρία στοιχεία μεταξύ τους είναι να τα δούμε μέσα από την σχέση χρήστη κι εργαλείου. Η Ψυχή δηλαδή χρησιμοποιεί το Σώμα για να βιώσει την υλική διάσταση της ύπαρξης και το Σώμα χρησιμοποιεί τα Υλικά Αγαθά για να καλύψει τις ανάγκες του και να επιβιώσει. Έτσι το Σώμα είναι το εργαλείο της Ψυχής και τα Υλικά Αγαθά είναι το εργαλείο του Σώματος.
Ένας άλλο τρόπος να δούμε αυτήν την σχέση είναι ως ένα κέντρο όπου βρίσκεται η Ψυχή του κάθε ανθρώπου, ενώ δύο ομόκεντροι κύκλοι σχηματίζονται γύρω από αυτό το κέντρο: ο πρώτος και μικρότερος κύκλος γύρω από την Ψυχή είναι το Σώμα επειδή αυτό είναι το κοντινότερο στοιχείο σε αυτήν κι άμεσα συνδεδεμένο μαζί της, ενώ ο δεύτερος και μεγαλύτερος κύκλος είναι τα Υλικά Αγαθά καθώς αυτά είναι και τα πιο μακρινά από την Ψυχή αλλά και πιο κοντινά στο Σώμα. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος στρέφει την προσοχή του στο κέντρο του (Ψυχή) τόσο πιο πολύ ασχολείται με τον πραγματικό του Εαυτό που είναι άφθαρτος κι αιώνιος. Αντίθετα, όσο περισσότερο απομακρύνεται από το κέντρο (Ψυχή) και στρέφει την προσοχή του στην περιφέρεια (Σώμα και Υλικά Αγαθά) τόσο πιο πολύ «ξεχνάει» τον πραγματικό του Εαυτό κι ασχολείται με τα φθαρτά και τα πρόσκαιρα.
Αν θέλαμε να κάνουμε μία αξιολόγηση των τριών αυτών στοιχείων θα έπρεπε να δώσουμε την πρώτη και πιο σημαντική θέση στην Ψυχή που είναι το κέντρο μας κι ο αληθινός αιώνιος Εαυτός μας, την δεύτερη θέση στο Σώμα και την τελευταία θέση στα Υλικά Αγαθά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Πλάτων στο έργο του «Νόμοι» χρησιμοποιεί αυτήν την ιεραρχία για να προσδιορίσει με ποιον τρόπο πρέπει η πολιτεία να αποδίδει τις τιμές στους πολίτες. Ας περάσουμε να δούμε τι λέει το απόσπασμα αυτό:
«Μία πόλη που πρόκειται να διατηρηθεί και να ευτυχήσει, πρέπει και είναι απαραίτητο να μοιράζει σωστά τις τιμές και τις ατιμωτικές κυρώσεις.
Είναι σωστό επομένως να θεωρούνται εντελώς πολύτιμα και πρώτα τα αγαθά που σχετίζονται με την ψυχή, αν υπάρχει σ’ αυτή σωφροσύνη. Δεύτερα να θεωρούνται τα ωραία και τα καλά που σχετίζονται με το σώμα. Και τρίτα να θεωρούνται όσα σχετίζονται με την περιουσία και τα λεγόμενα υλικά αγαθά.
Αν κάποιος νομοθέτης ή πόλη προχωρεί έξω από αυτά ή οδηγώντας τα υλικά αγαθά στις τιμές ή τοποθετώντας με τιμές κάτι από τα κατώτερα στην αρχή της αξιολογικής κλίμακας, αυτός θα κάνει κάτι που ούτε είναι σύμφωνο με τον θεϊκό νόμο ούτε άξιο για πολιτικό».
ΠΛΑΤΩΝ, νομοι 697 a-c
Μας λέει δηλαδή εδώ ο Πλάτωνας ότι όποιοι πολίτες ενδιαφέρονται για την Ψυχή τους και καλλιεργούν σε αυτήν τα αγαθά που της αρμόζουν πρέπει να απολαμβάνουν τις μεγαλύτερες τιμές στην πολιτεία, ο καθένας ασφαλώς με την αξία του και την πρόοδο που έχει κάνει. Δεύτεροι στις τιμές πρέπει να έρχονται αυτοί που ασχολούνται με την καλλιέργεια των αγαθών του Σώματος και τρίτοι αυτοί που ασχολούνται με τις περιουσίες τους καλλιεργώντας τα Υλικά Αγαθά. Κατά αντιστοιχία, οι τιμές πρέπει να αφαιρούνται πρώτα από εκείνους που ασχολούνται με τα Υλικά Αγαθά, μετά από εκείνους που ασχολούνται με τα Σωματικά Αγαθά και τρίτον από εκείνους που ασχολούνται με τα Ψυχικά Αγαθά. Κατά αντίστοιχο τρόπο πρέπει και οι τιμωρίες να ακολουθούν αυτήν την διαδρομή, ώστε οι πολίτες που προοδεύουν στα Ψυχικά Αγαθά να είναι εκείνοι που τιμωρούνται λιγότερο και με μεγαλύτερη επιείκεια, ενώ εκείνοι που κοιτάζουν τι θα απογίνουν οι περιουσίες τους είναι εκείνοι που τιμωρούνται περισσότερο και με μεγαλύτερη αυστηρότητα καθώς είναι τα άτομα που χρήζουν μεγαλύτερης βοήθειας κι ισχυρότερης θεραπείας για να στραφούν στον αληθινό Εαυτό τους. Έτσι καθώς οι μεγαλύτερες και περισσότερες τιμές επιφυλάσσονται και διατηρούνται σε βάθος χρόνου από εκείνους που αναπτύσσουν την αρετή της Ψυχής τους, συμπεραίνουμε ότι αυτοί οι πολίτες είναι που έχουν και την μεγαλύτερη αξία.
Η τιμή λοιπόν καθορίζεται από την αξία κι η αξία καθορίζεται από την ποιότητα στην αρετή. Όσο μεγαλύτερη η αρετή τόσο μεγαλύτερη και η αξία. Κι αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία είναι δίκαιο να έχει και μεγαλύτερη τιμή από αυτό που έχει λιγότερη αξία εξ αιτίας της χαμηλής αρετής του. Η σχέση δηλαδή αξίας-τιμής στην πολιτική, καθορίζεται από την ποιότητα στην αρετή. Για τον λόγο αυτόν, οι πιο ενάρετοι είναι κι οι πιο άξιοι πολίτες και για αυτό είναι δίκαιο να απολαμβάνουν περισσότερες και μεγαλύτερες τιμές από όσους είναι κατώτεροι από αυτούς σε αξία λόγω της κακίας τους. Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό, ίσως αρκεί να φανταστούμε ένα παράδειγμα από την διατροφή μας. Ένα βιολογικό προϊόν είναι ποιοτικά ανώτερο κι έχει μεγαλύτερη αξία από ένα αντίστοιχο προϊόν που καλλιεργήθηκε πχ σε ένα χωράφι όπου χύνονται βιομηχανικά απόβλητα και για αυτό η τιμή του στην αγορά είναι υψηλότερη. Έτσι κι ένας αγαθός πολίτης που λόγω της αρετής του είναι ποιοτικά ανώτερος, έχει μεγαλύτερη αξία από έναν κακό πολίτη και για αυτό πρέπει να έχει μεγαλύτερο και καλύτερο μερίδιο στις τιμές της πολιτείας. Αυτό είναι το δίκαιο και το σωστό και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να λειτουργεί μία δίκαιη πολιτεία.
Και τώρα πάμε να δούμε το ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο. Ο Πλάτων δεν εμπνεύστηκε μόνος του αυτό το μοντέλο ιεράρχησης των πολιτών ανάλογα με την αξία του κάθε πολίτη. Δεν είναι κάτι που το έβγαλε από την φαντασία του. Ο Πλάτων το αποτύπωσε με φιλοσοφικό τρόπο, η Αθήνα όμως είχε ήδη κάνει πράξη αυτό το μοντέλο όταν ο φιλόσοφος έγραφε την Πολιτεία. Ο πληθυσμός της πόλης ήταν χωρισμένος σε τρεις κατηγορίες, όπου έχουμε τους πολίτες, τους μετοίκους και τους δούλους. Από αυτούς, οι πολίτες είναι εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι να ασχολούνται κυρίως με την Ψυχή τους και κατά δεύτερον με το Σώμα και τα Υλικά Αγαθά, ενώ οι άλλοι δύο πληθυσμοί ακολουθούν την αντίστροφη πορεία ασχολούμενοι κυρίως με τα Υλικά Αγαθά, μετά με το Σώμα και τελευταία με την Ψυχή τους. Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς οι μεν δούλοι βοηθούσαν στην διαχείριση της περιουσίας κι αποτελούσαν κι οι ίδιοι περιουσιακό στοιχείο, ενώ οι δε μέτοικοι είχαν μετοικήσει σε έναν ξένο τόπο για να φτιάξουν περιουσία και να ζήσει το σώμα τους καλύτερα και πιο άνετα. Όμως, αυτή η ιεράρχηση δεν ήταν σταθερή σε απόλυτο βαθμό, αλλά υπήρχαν και οι εξαιρέσεις ώστε ανάλογα με τις πράξεις του, ένας πολίτης μπορούσε να εκπέσει σε μία κατάσταση που έμοιαζε με αυτή του μετοίκου ή και του δούλου, κι ένας μέτοικος ή δούλος μπορούσε να αναβαθμιστεί στο επίπεδο του πολίτη. Κι επειδή οι πράξεις του καθενός καθορίζονται από την αρετή του, η αρετή ήταν αυτή που μπορούσε να καταστήσει τον πολίτη ισάξιο με δούλο και τον δούλο ισάξιο με πολίτη.
Εκτός από αυτόν τον διαχωρισμό όμως, υπήρχε και μία ιδιάζουσα αξιολόγηση η οποία αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στον πληθυσμό των πολιτών. Σύμφωνα με αυτήν, οι πολίτες έπρεπε με τις πράξεις τους να αποδεικνύουν ότι είναι άξιοι να τους τιμάει η πολιτεία, διαφορετικά όποιοι από τους πολίτες δεν φρόντιζαν να καλλιεργούν την ατομική τους αρετή διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο να αποκλειστούν από ορισμένες πολιτειακές τιμές ή ακόμη και να τις χάσουν ολότελα πέφτοντας σε καθεστώς ατιμίας και τιμωρίας (βλ. το βιβλίο μου «Το Κοινό Συμφέρον και πώς εξασφαλίζεται» για λεπτομέρειες). Όπως κανένας δεν αμφισβητεί ότι είναι δίκαιο για ένα προϊόν να παίρνει την τιμή που του αξίζει σύμφωνα με την ποιότητά του, γιατί να θεωρήσουμε άδικο το να παίρνει κάθε πολίτης και κάθε κάτοικος της πόλης την πολιτική τιμή που του αξίζει σύμφωνα με την ποιότητά του; Κι ασφαλώς δεν λέμε ότι οι άνθρωποι είναι το ίδιο με τα προϊόντα που πωλούνται στις αγορές, λέμε απλά ότι αξιολογούνται με παρόμοιο τρόπο και με βάση κάποια ποιότητα. Στα διατροφικά προϊόντα η ποιότητα που καθορίζει την τιμή τους μπορεί να είναι η θρεπτική αξία, στους ανθρώπους όμως η ποιότητα που καθορίζει την τιμή τους δεν μπορεί παρά να είναι η αρετή γιατί αυτό αρμόζει στην «κατασκευή» μας. Η αρετή είναι αυτή που μας συνδέει με την αληθινό Εαυτό μας και την ανώτερη φύση μας και μας ανοίγει τον δρόμο για να απολαύσουμε τις θεϊκές δωρεές που μας περιμένουν όσο φτάνουμε σε ανώτερα επίπεδα αγαθότητας. Το να υποστηρίζαμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να αξιολογούνται και να τιμώνται αλλιώς και σύμφωνα με τέτοια χαρακτηριστικά όπως το κάλλος, τα πτυχία, τον πλούτο και το όνομα ή την φήμη που απέκτησαν, είναι σαν να λέμε ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τον αληθινό τους Εαυτό που είναι η Ψυχή τους, αλλά με το Σώμα και την Περιουσία τους τα οποία ανήκουν στην Ψυχή και τα χρησιμοποιεί ως εργαλεία για να ενσαρκώνεται και να επιβιώνει. Τέτοιο ολίσθημα ο ελληνικός πολιτισμός, οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί και γενικά το φως και η γνώση που αυτή η φυλή είχε την δυνατότητα να εκδηλώσει τότε, δεν μπορούσε να κάνει. Και δεν το έκανε.
Με την Αθήνα λοιπόν, έχουμε μία υπαρκτή πολιτεία πια, όχι μία υποτιθέμενη στην φαντασία κάποιου, όπου οι πολίτες ιεραρχούνται κανονικά σε σχέση με την αρετή τους κι εκείνοι που δεν εργάζονται με τον αληθινό Εαυτό τους κι εστιάζουν πρωτίστως στο Σώμα ή στα Υλικά Αγαθά, κινδυνεύουν να χάσουν αυτήν καθ’ εαυτή την πολιτική τους υπόσταση και να μεταπέσουν σε ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό του μετοίκου ή του δούλου.
Συνεπώς, βλέπουμε ότι με το «Γνώθι Σαυτόν» έρχεται και εφαρμόζεται στην πολιτεία και στον τρόπο ζωής των πολιτών η φιλοσοφία, ώστε οι πολίτες να ωθούνται σε μία διαρκή ηθική βελτίωση που θα τους εξασφαλίσει τα αγαθά και την αρετή εκείνη την οποία χρειάζονται για να καταστούν ευδαίμονες. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μία νοοτροπία πολιτείας η οποία λέει πάνω κάτω το εξής: αν με την ζωή σου και την συμμετοχή σου στα κοινά δεν προάγεις την βελτίωση και την πρόοδο όλης της πόλης αλλά την υπονομεύεις και την θέτεις σε κίνδυνο, τότε αναγκαστικά μένεις «εκτός νυμφώνος», υποβιβάζεσαι και αποκλείεσαι από την πόλη και την δημόσια ζωή της σαν να είσαι ξένο σώμα.
Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι η πολιτική κατάσταση ενός ατόμου δεν εξαρτιόνταν απόλυτα από την καταγωγή. Η καταγωγή στην αρχαία Αθήνα καθορίζει το σημείο εκκίνησης του ατόμου που ζει στην πόλη, όμως η αρετή είναι εκείνη που καθορίζει το σημείο τερματισμού του. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι η πολιτική θέση ενός ατόμου στην πόλη, το αν δηλαδή θα ανήκει στο σώμα των πολιτών ή όχι, δεν αποτελεί μία παγιωμένη κατάσταση, δεν συνιστά μία σταθερά από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος, αλλά είναι μία ρευστή κατάσταση που μπορεί να αλλάξει για τον καθένα είτε είναι πολίτης είτε μέτοικος ή δούλος, ανάλογα με την αρετή του. Κι επειδή η Αθήνα ταύτιζε σε μεγάλο βαθμό την φιλοσοφία με την πολιτεία κι αποτελούσε το κατ’ εξοχήν παράδειγμα φιλοσόφου πολιτείας, φρόντισε να αποδίδει τις τιμές και τα αξιώματα στους πολίτες με την υψηλότερη αρετή, ενώ αυτούς που δεν ήταν ενάρετοι τους απέκλειε από κάθε συμμετοχή σε αυτά. Έτσι η Αθήνα τιμούσε εκείνους τους φιλοσοφημένους ανθρώπους, πολίτες ή μη, οι οποίοι κατοικώντας στην πόλη αξιοποιούσαν τον χρόνο τους ως ένσαρκες οντότητες ασχολούμενοι με το να αναπτύσσουν τον αληθινό Εαυτό τους κι όχι αυτά που δόθηκαν στον Εαυτό για να τα χρησιμοποιεί ως εργαλεία. Εκείνους που δεν εφάρμοζαν την φιλοσοφία στην ζωή τους και δεν ανταποκρίνονταν στα επίπεδα αρετής που όριζε η πόλη, η πόλη τους περιφρονούσε.
Η αρετή λοιπόν κι όχι η καταγωγή, η μόρφωση ή το χρήμα, ήταν αυτό που καθόριζε το ποιος ήσουν στην αρχαία Αθήνα όσον αφορά το πολιτικό status quo. Η αξία βάσει της αρετής θα έλεγα ότι ήταν το «σύστημα επιβράβευσης» για τους κατοίκους της πόλης στην αρχαία Αθήνα. Αν κάποιος ήταν μέτοικος ή δούλος, τότε το χαμηλό επίπεδο αρετής θα διατηρούσε χαμηλά την αξία του και τον ίδιο στο κατώτερο επίπεδο όσον αφορά και την θέση του στην πόλη, ενώ το υψηλό επίπεδο αρετής θα αναβάθμιζε την θέση του στο ανώτερο επίπεδο καθιστώντας τον ισάξιο με πολίτη. Αν κάποιος ήταν πολίτης, τότε όσο πιο υψηλό ήταν το επίπεδο της αρετής του τόσο πιο μεγάλη η αξία του και τόσο πιο πολλές και υψηλές τιμές θα απολάμβανε από την πόλη, ενώ το χαμηλό επίπεδο αρετής θα έριχνε την αξία του και θα μπορούσε να τον υποβιβάσει ακόμη και στο κατώτατο επίπεδο πολιτικής κατάστασης καθιστώντας τον ισάξιο ή και χειρότερο από δούλο ή μέτοικο.
Αυτό το σύστημα που παρουσιάσαμε εδώ αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα του πώς μπορεί μία πολιτεία να ενσωματώσει στην λειτουργία της τις μεγάλες φιλοσοφικές αρχές και να δώσει κίνητρα στους ανθρώπους να φτάσουν στην τελείωσή τους. Διότι εν τέλει αυτό πρέπει να πούμε με σιγουριά ότι επιζητούσε η αθηναϊκή πολιτεία: να οδηγήσει τους πολίτες της στην τελείωσή τους μέσω της διαρκούς καλλιέργειας της πολιτικής αρετής, ώστε να ολοκληρωθούν ως ένσαρκες οντότητες και να εκπληρώσουν τον σκοπό της ύπαρξης τους σε αυτό το πεδίο.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι η ολοκλήρωση της φύσης του ανθρώπου και το μέσον για την εφαρμογή της φιλοσοφίας στην πράξη είναι η πολιτική αρετή, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίοι συγγραφείς.
Όμως, το υπέροχο και συνάμα τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ενώ οι πρόγονοί μας, μας έδειξαν τον δρόμο για να πετύχουμε τον σκοπό μας ως άνθρωποι μέσα από την δομή και την λειτουργία της πολιτείας στην οποία ζούμε, εμείς παραμένουμε βαθιά υπνωτισμένοι στο απόλυτο σκοτάδι της άγνοιας. Κι ενώ το αγαθό που θα προέκυπτε ζώντας σε μία ορθή πολιτεία είναι τόσο κοντά μας που σχεδόν μπορούμε να το αγγίξουμε και να το γευτούμε, ταυτόχρονα το έχουν κάνει να είναι τόσο ξένο και μακριά μας.
2 σκέψεις σχετικά με το “Ο Πλάτων, το «γνώθι σαυτόν» και η σειρά με την οποία πρέπει να τιμώνται οι πολίτες”
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.